- διεσχηματισμένος
- διασχηματίζωshapeperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασχηματίζω — (Α) 1. δίνω σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω 2. απεικονίζω, αναπαριστώ, περιγράφω 3. μέσ. (για τον θεό) σχηματίζω ως δημιουργός («οὕτω δὴ τότε πεφυκότα ταῡτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῑς», Πλούτ.) 4. ετοιμάζομαι για κάτι («ἐκεῑνος ἐπἰ… … Dictionary of Greek